ληϊστύς
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ύος, ἡ, plundering, ζῆν ἀπὸ… ληϊστύος Hdt.5.6.
German (Pape)
[Seite 39] ύος, ἡ, das Beutemachen, Plündern, Her. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
pillage.
Étymologie: ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ληϊστύς, -ύος, ἡ (Α) ληΐζομαι
ληστεία, λεηλασία, αρπαγή («τὸ ζῆν ἀπὸ πολέμου καὶ ληϊστύος κάλλιστον», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ληϊστύς: -ύος, ἡ, ληστεία, λεηλασία, διαρπαγή, Ιων. τύπος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ληϊστύς: ύος ἡ захват добычи, грабеж Her.