λιθοποιός

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοποιός Medium diacritics: λιθοποιός Low diacritics: λιθοποιός Capitals: ΛΙΘΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: lithopoiós Transliteration B: lithopoios Transliteration C: lithopoios Beta Code: liqopoio/s

English (LSJ)

λιθοποιόν,
A turning to stone, Μέδουσα Id.Im.1.
II producing stone in the bladder, Alex.Aphr. Pr.1.109.

German (Pape)

[Seite 45] zu Stein machend, versteinernd, Μέδουσα, Luc. Imag. 1.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui pétrifie.
Étymologie: λίθος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοποιός: превращающий в камень (Μέδουσα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοποιός: -όν, ὁ μεταβάλλων εἰς λίθον, Μέδουσα Λουκ. Εἰκόν. 1. ΙΙ. παράγων λίθον ἐν τῇ κύστει, προκαλῶν τὸν σχηματισμὸν αὐτοῦ, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 109.

Greek Monolingual

λιθοποιός, -όν (AM)
1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο
2. αυτός που παράγει λίθο στην ουροδόχο κύστη.

Greek Monotonic

λῐθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που μεταβάλλει σε πέτρα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λῐθο-ποιός, όν ποιέω
turning to stone, Luc.