λιπαροπλόκαμος
English (LSJ)
λιπαροπλόκαμον, with ''Glossaria'' locks, Il.19.126, Pi.Fr.88.1.
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzenden Locken; κεφαλή, Il. 19, 126; Λατώ, Pind. frg. 58, 1, wobei man auch an Salben denken kann.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux boucles ou aux tresses brillantes.
Étymologie: λιπαρός, πλόκαμος.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰροπλόκᾰμος: украшенный блистающими кудрями (κεφαλή Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰροπλόκᾰμος: -ον, ἔχων στιλπνοὺς πλοκάμους, Ἰλ. Τ. 126, Πινδ. Ἀποσπ. 58. 1.
English (Autenrieth)
with shining locks or braids, Il. 19.126†.
English (Slater)
λῐπᾰροπλόκᾰμος, -ον with shining tresses λιπαροπλοκάμου Λατοῦς. fr. 33c. 1.
Spanish
Greek Monolingual
λιπαροπλόκαμος, -ον (Α)
(για κόμη) αυτός που έχει γυαλιστερούς βοστρύχους, λαμπερές πλεξούδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + πλόκαμος.
Greek Monotonic
λῐπᾰροπλόκᾰμος: -ον, αυτός που έχει γυαλιστερές πλεξούδες, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
λῐπᾰρο-πλόκᾰμος, ον
with glossy locks, Il.
Léxico de magia
-ον que tiene brillantes trenzas de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἡμέρη, ἀφθίτη, λιγεῖα, λιπαροπλόκαμε a ti te suplico, benigna, inmortal, de tono agudo, que tienes brillantes trenzas P IV 2283