λοπάδιον

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοπᾰ́διον Medium diacritics: λοπάδιον Low diacritics: λοπάδιον Capitals: ΛΟΠΑΔΙΟΝ
Transliteration A: lopádion Transliteration B: lopadion Transliteration C: lopadion Beta Code: lopa/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of
A λοπάς 2, Ar.Pl. 812, Eub.9,38, Alex.186.7, PCair.Zen.82 (iii B.C.), etc.
II oyster, Gp.20.18.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit plat, écuelle.
Étymologie: dim. de λοπάς.

German (Pape)

τό, dim. von λοπάς, Ar. Plut. 812.

Russian (Dvoretsky)

λοπάδιον: (ᾰ) τό тарелочка, мисочка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λοπάδιον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λοπάς, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 812, Εὔβουλ. ἐν «Ἀνασῳζομένοις» 1, «ἐν Ἴωνι» 1, κτλ.· - οὕτω λοπαδίσκος, ὁ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 962. ΙΙ. ὄστρεόν τι, Γεωπ. 20. 18, 1.

Greek Monolingual

λοπάδιον, τὸ (AM)
μσν.
είδος οστράκου
(αρχ. (υποκορ. του λοπάς) τηγανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, -άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ομμάτιον, στόμιον)].

Greek Monotonic

λοπάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λοπάς, πιατέλα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοπᾰ́διον, ου, τό, [Dim. of λοπάς,]
a platter, Ar.