λουτήρας
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦν καὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βατήρ, κρατήρ)].