λυχνίον
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
or λύχνιον, τό,
A = λυχνεῖον, Antiph.55.2, Theoc.21.36, Luc.Symp.46, IG5(2).514.16 (Lycosura, ii B. C.).
2 lamp, PTeb.406.12 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de λύχνος.
German (Pape)
(λύχνιον ist falscher Akzent), τό, dim. von λύχνος, Mosch. Ath. V.206c und Antiphan. XV.666f; Luc. Conv. 46.
Russian (Dvoretsky)
λυχνίον: τό Theocr., Plut., Luc. = λυχνίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνίον: τό, = λυχνεῖον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1, Θεόκρ. 21. 36, Λουκ. Συμπ. 46.
Spanish
Greek Monotonic
λυχνίον: τό (λύχνος), λυχνοστάτης, καντηλέρι, σε Θεόκρ., Λουκ.
Middle Liddell
λυχνίον, ου, τό, λύχνος
a lamp-stand, Theocr., Luc.
Léxico de magia
τό lámpara λυχνίον λαβὼν ἐλλυχνίασον καὶ πρὸς αὐτὸν λέγε toma una lámpara, ponle una mecha y dile P VII 376