μαρμαράς
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
ο (Μ μαρμαράς) μάρμαρο
νεοελλ.
1. αυτός που κατεργάζεται ή πουλάει μάρμαρα ή αυτός που ασχολείται με μάρμαρα, μαρμαρογλύφος
2. αυτός που τοποθετεί μαρμάρινα μέρη σε οικοδομές
3. ως κύρ. όν. ο Μαρμαράς
α) θαλάσσια περιοχή και οικισμός στην Προποντίδα
β) κοινή ονομασία της Προκοννήσου της Προποντίδας
4. φρ. «Θάλασσα του Μαρμαρά» — η Προποντίδα
μσν.
ο λιθοξόος.