μαρμαρύσσω
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
flash, sparkle, Them.Or.20.235b; of the eyes, Adam.1.16, al.; of stars, twinkle, Jul.Gal.356e.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμαρύσσω: μαρμαίρω, Τατιαν. 856Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 257C.
Greek Monolingual
μαρμαρύσσω και μαρμαρύζω (Α) μαρμαρυγή
1. (για τα μάτια) ακτινοβολώ, λάμπω
2. (για τα άστρα) μαρμαίρω, σπινθηροβολώ, αστραποβολώ.