μελάγχρως
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, = μελανόχροος.
German (Pape)
[Seite 118] ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.
French (Bailly abrégé)
1χροος;
nom. plur. μελάγχροες;
c. μελάγχροος.
2ωτος (ὁ, ἡ)
c. μελάγχροος.
Étymologie: μέλας, χρώς.
Greek Monolingual
μελάγχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελάγχρους.
Greek Monotonic
μελάγχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχρως: χροος (pl. μελάγχροες) Her. = μελάγχροος.
ωτος adj. Eur., Plat., Arst. = μελάγχροος.
Middle Liddell
μελάγ-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, = μελάγχρους, Eur., Plat.]