μελίχροος

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίχροος Medium diacritics: μελίχροος Low diacritics: μελίχροος Capitals: ΜΕΛΙΧΡΟΟΣ
Transliteration A: melíchroos Transliteration B: melichroos Transliteration C: melichroos Beta Code: meli/xroos

English (LSJ)

μελίχροον, contr. μελίχρους, μελίχρουν,
A = μελίχλωρος, AP12.165 (Mel.), 244 (Strat.).
2 = μελίχρως, PPetr.3p.4, al. (iii B. C.), PCair.Zen. 76.9 (iii B. C.): in gen. μελιχρόου PStrassb.87.14 (ii B. C.).
II honied, οἶνος Hp.Aff.43 (sed leg. μελιχρόν).

German (Pape)

[Seite 125] zsgzgn -χρους, χρουν, honigfarbig, gelbbraun, Mel. 31 (XII, 165) u. a. Sp., μελίχροϊ νέκταρι Tryph. 113.

Russian (Dvoretsky)

μελίχροος: стяж. μελίχρους 2 цвета меда, т. е. смуглый Plat. ap. Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελίχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, = μελίχλωρος, Ἀνθ. Π. 12. 165, πρβλ. 244 II. μελιχρός, μὲ μέλι παρεσκευασμένος, γλυκύς, οἶνος Ἱππ. 526. 39, κτλ.· - δοτ. κατὰ μεταπλ. μελίχροϊ Τρυφ. 113.

Greek Monotonic

μελίχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), το προηγ., σε Ανθ.