Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεριδάρχης

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῐδάρχης Medium diacritics: μεριδάρχης Low diacritics: μεριδάρχης Capitals: ΜΕΡΙΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: meridárchēs Transliteration B: meridarchēs Transliteration C: meridarchis Beta Code: merida/rxhs

English (LSJ)

μεριδάρχου, ὁ, governor of a district or province, PTeb.66.60 (ii B.C.), LXX 1 Ma.10.65, J.AJ12.5.5.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, Anführer einer Heeresabtheilung, Statthalter eines Landestheiles, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

μερῐδάρχης: -ου, ὁ, ὁ διοικητὴς ἐπαρχίας, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 65), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 5, 5· - μερῐδαρχία, ἡ, τὸ ὑπούργημα αὐτοῦ, αὐτόθι 15. 7, 3.

Greek Monolingual

μεριδάρχης, ὁ (Α)
διοικητής επαρχίας ή διαμερίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερίς, -ίδος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. μεράρχης].