μεσόκωλον
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
English (LSJ)
τό,
A middle of a limb, Sor.Fasc. 55.
II in plural, part of the μεσεντέριον next to the κῶλον, Hp.Oss. 1, Epid.6.4.6: sg., Gal.17(2).134.
German (Pape)
[Seite 138] τό, wie μεσεντέριον, Darmfett, Gekröse, soweit es an den dicken Därmen hängt, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόκωλον: τό, τὸ μέρος τοῦ μεσεντερίου τὸ μετὰ τὸ κῶλον, Ἱππ. 274. 15.
Greek Monolingual
μεσόκωλον, τὸ (Α)
1. το μέσο του κώλου, του μέλους
2. στον πληθ. τὰ μεσόκωλα
το τμήμα του μεσεντερίου που βρίσκεται μετά το κώλο, το κωλάντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέσον + κῶλον.