μηδαμινός

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμῐνός Medium diacritics: μηδαμινός Low diacritics: μηδαμινός Capitals: ΜΗΔΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: mēdaminós Transliteration B: mēdaminos Transliteration C: midaminos Beta Code: mhdamino/s

English (LSJ)

μηδαμινή, μηδαμινόν, good for nothing, Hsch. s.v. οὐθένεια.

German (Pape)

[Seite 169] nichtig, nichtswürdig, wie οὐτιδανός, οὐδαμινός gebildet, Hesych. erkl. ἄτιμος.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμινός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, μηδενὸς ἄξιος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 6. 529, Ἠσυχ. ἐν λ. οὐθένεια· πρβλ. οὐδαμινός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μηδαμινός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτινός].