μηλοπέπων

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοπέπων Medium diacritics: μηλοπέπων Low diacritics: μηλοπέπων Capitals: ΜΗΛΟΠΕΠΩΝ
Transliteration A: mēlopépōn Transliteration B: mēlopepōn Transliteration C: milopepon Beta Code: mhlope/pwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, melon, Cucumis melo, Gal.6.566, Antyll. ap. Orib.10.20.4, Mich.in PN81.8.

German (Pape)

[Seite 173] ονος, ὁ, eine apfelförmige Melone, welche erst vollreif genossen wurde, Sp.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
sorte de melon, fruit.
Étymologie: μῆλον², πέπων.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοπέπων: -ονος, ὁ, πεπόνιον ἔχον τὸ σχῆμα μήλου καὶ ἐσθιόμενον μόνον ὅταν ὑπερωριμάσῃ, οἱ δὲ πέπονες καὶ μηλοπέπονες ὀνομαζόμενοι Γαλην. τ. 6. 465, 17.

Greek Monolingual

μηλοπέπων, -ονος, ὁ (Α)
είδος πεπονιού με στρογγυλό σχήμα, που τρώγεται μόνο όταν υπερωριμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πέπων «πεπόνι»].