μοιχάς

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχάς Medium diacritics: μοιχάς Low diacritics: μοιχάς Capitals: ΜΟΙΧΑΣ
Transliteration A: moichás Transliteration B: moichas Transliteration C: moichas Beta Code: moixa/s

English (LSJ)

μοιχάδος, ἡ, fem. of μοιχός, Aeschin.Socr.20 D., Placit.1.7.10 (v.l. μοιχαλίδος), Vett.Val.104.11; μ. εὐνή Tz.H.4.349.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ μοιχός, Λατ. moecha, Αἰσχίν. Σωκρ. παρ’ Ἀθην. 220Β· μ. γυνὴ Τζέτζ.

Greek Monolingual

μοιχάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) μοιχός
(θηλ. του μοιχός)
1. μοιχική («μοιχάς εὐνή», Τζέτζ.)
2. (δ. γρφ.) μοιχαλίδα.

German (Pape)

άδος, ἡ, fem. zu μοιχός, Ehebrecherin, Aeschin. Locr. bei Ath. V.220b.