μονόθυρος

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόθῠρος Medium diacritics: μονόθυρος Low diacritics: μονόθυρος Capitals: ΜΟΝΟΘΥΡΟΣ
Transliteration A: monóthyros Transliteration B: monothyros Transliteration C: monothyros Beta Code: mono/quros

English (LSJ)

μονόθυρον,
A with one leaf, θύρα IG22.1627.419; θυρώματα ib.42(1).110A32, 118.73 (Epid., iv/iii and iii B. C.); of non-spiral shellfish, univalve, opp. δίθυρος, Arist.HA528a13.
II with only one opening, Porph. Antr.31.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Thür, Öffnung, ὄστρεον, mit einer Schaale, Arist. H. A. 4, 4.

Russian (Dvoretsky)

μονόθῠρος: с одной дверцей, т. е. одностворчатый (γένος τῶν ὀστρακοδέρμων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόθῠρος: -ον, ἐπὶ ὀστρακοδέρμου, μονόθυρον, τὸ ἔχον ἓν ὄστρακον, ἀντίθ. τῷ δίθυρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 3, κ. ἀλλ.· ― ὁ ἔχων μίαν θύραν, ἄντρον οὐ μονόθυρον, ἀλλὰ δύο ἔχον θύρας Πορφ. Ἄντρ. Νυμφ. 31, σ. 28, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόθυρος, -ον)
1. αυτός που έχει μία πόρτα («μονόθυρη αίθουσα»)
2. (για πόρτα) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο
3. (για μαλάκιο) αυτό που έχει μόνο μία θυρίδα
αρχ.
(για σπήλαιο) αυτός που έχει μία είσοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»)].