μουγγός
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ μουγγός και μογγός, -ή, -όν)
αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει, βουβός, άφωνος, άλαλος
νεοελλ.
1. μτφ. πολύ λιγόλογος, αμίλητος
2. (για πράγματα) σιγανός, υπόκωφος, χαμηλόφωνος («με σάλπιγγες μουγγές και τύμπανα σπασμένα», Ερωτόκρ.).
επίρρ...
μουγγά
με τρόπο που αρμόζει σε μουγγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μουγγός < αρχ. μογγός, πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. μογγιλάλος με κώφωση του -ο- σε -ου- (πρβλ. βουβός < βωβός)].