μυ

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

(I)
το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ)
(άκλιτο) ονομασία του γράμματος μ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)].
(II)
μὺ και μῡ, το (Α)
1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα
2. μίμηση του ήχου ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mū-, ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος, και συνδέεται με το μύζω και πιθ. με τα μῦθος, μυῖα, μυκάομαι, μυκός, μύω].