μυελεγκέφαλος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
ο
ανατ. το οπίσθιο τμήμα του εμβρυϊκού ρομβεγκεφαλικού κυστιδίου, από το έδαφος και τα πλάγια τοιχώματα του οποίου παράγεται κυρίως ο προμήκης μυελός, ενώ από το ραχιαίο τμήμα του παράγονται τα χοριοειδή ιστία και το χοριοειδές πλέγμα της 4ης κοιλίας του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelencephale (< μυελός + εγκέφαλος)].