νεήκης

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήκης Medium diacritics: νεήκης Low diacritics: νεήκης Capitals: ΝΕΗΚΗΣ
Transliteration A: neḗkēs Transliteration B: neēkēs Transliteration C: neikis Beta Code: neh/khs

English (LSJ)

(on the accent v. Hdn.Gr.1.82), Dor. νεάκης Hsch. (-κίς cod.), ες: (ἀκή A):—newly whetted or newly sharpened, Il.13.391.

German (Pape)

[Seite 236] ες, neu, eben erst gespitzt, geschärft; πελέκεσσι νεήκεσι, Il. 13, 391. 16, 484; vgl. νεακής; νεηκής ist falsche Aceentuation, s. Spitzner zu Il. 7, 77.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
nouvellement ou fraîchement aiguisé.
Étymologie: νέος, ἀκή.
Par. νεακόνητος.

Greek Monolingual

νεήκης, δωρ. τ. νεάκης, -ες (Α)
αυτός που ακονίστηκε πρόσφατα, κοφτερός, νεοακονισμένος, οξύς («ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήκης (< ἀκή «αιχμή»), πρβλ. αμφ-ήκης, ευ-ήκης. Το -η- του τ. (αντί -άκης) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

νεήκης: и νεηκής 2 только что наточенный (πέλεκυς Hom.).