νεροκράτης
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή του νερού, υδρονόμος, υδρονομέας
2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα
3. κοινή ονομασία του φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο)- + -κράτης (< κρατώ), πρβλ. κλειδοκράτης].