νεόθεν

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόθεν Medium diacritics: νεόθεν Low diacritics: νεόθεν Capitals: ΝΕΟΘΕΝ
Transliteration A: neóthen Transliteration B: neothen Transliteration C: neothen Beta Code: neo/qen

English (LSJ)

A Adv. newly, lately, S.OC1447 (lyr.).
II = νειόθεν, Nic. Al.211,411.

German (Pape)

[Seite 242] von neuem, neuerlich, νέα τάδε νεόθεν ἦλθ' ἐμοὶ κακά, Soph. O. C. 1449. – Auch = νειόθεν, von unten herauf, Nic. Al. 211. 410.

French (Bailly abrégé)

adv.
nouvellement, récemment.
Étymologie: νέος, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

νεόθεν: adv. только недавно Soph.

Greek (Liddell-Scott)

νεόθεν: Ἐπίρρ. ὡς τὸ νεωστί, ἐσχάτως, πρὸ μικροῦ, πρὸ ὀλίγου, Σοφ. Ο. Κ. 1448. ΙΙ. = νειόθεν, Νικ. Ἁλ. 211, 410.

Greek Monolingual

νεόθεν (Α)
επίρρ.
1. τελευταία, πριν από λίγο («νέα τάδε νεόθεν ἦλθέ μοι... κακά», Σοφ.)
2. από το βάθος, από τον πυθμένα προς τα πάνωνεόθεν δ' ἐκρήγνυται οὖλα», Νικ.)
3. μτφ. από τα βάθη της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. παιδιόθεν, παλαιόθεν)].

Greek Monotonic

νεόθεν: επίρρ., με σημασία όπως το νεωστί, πρόσφατα, εσχάτως, προ ολίγου, μόλις, σε Σοφ.

Middle Liddell

like νεωστί
newly, lately, Soph.