παιδιόθεν
English (LSJ)
Adv. from a child, ἐκ π. LXX Ge.47.3, Ev.Marc.9.21.
German (Pape)
[Seite 440] von Kindheit an, Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
dès l'enfance.
Étymologie: παιδίον, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδιόθεν [παῖς] adv., vanaf de vroegste jeugd.
Russian (Dvoretsky)
παιδιόθεν: v.l. ἐκ παιδιόθεν adv. с детства NT.
English (Strong)
adverb (of source) from παιδίον; from infancy: of a child.
English (Thayer)
(παιδίον), adverb, from childhood, from a child, (a later word, for which the earlier writings used ἐκ παιδός, Xenophon, Cyril 5,1, 2; or ἐκ παιδίου, mem. 2,2, 8; or ἐκ παιδίων, oec. 3,10; (cf. Winer's Grammar, 26 (25); 463 (431))): L T Tr WH ἐκ παιδιόθεν (cf. Winer s § 65,2). (Synes. de provid., p. 91b.; Joann. Zonar. 4,184a.).
Greek Monolingual
(ΑΜ παιδιόθεν)
επίρρ. από την παιδική ηλικία από μικρό παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πατρόθεν)].
Greek Monotonic
παιδιόθεν: επίρρ., από παιδί, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παιδιόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 21· πρβλ. παιδόθεν.
Middle Liddell
from a child, NTest. [from παιδίον
Chinese
原文音譯:paidiÒqen 派笛哦田
詞類次數:副詞(1)
原文字根:打擊 處
字義溯源:自幼,從小的時候,小時候;源自(παιδίον)=小孩子);而 (παιδίον)出自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 小時候(1) 可9:21