νεότροφος

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότροφος Medium diacritics: νεότροφος Low diacritics: νεότροφος Capitals: ΝΕΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: neótrophos Transliteration B: neotrophos Transliteration C: neotrofos Beta Code: neo/trofos

English (LSJ)

νεότροφον, = νεοτρεφής, A.Ag.724 (lyr.), Cratin.326.

German (Pape)

[Seite 245] frisch, jung ernährt, τέκνον, Aesch. Ag. 706.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouveau-né (propr. nourri depuis peu).
Étymologie: νέος, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

νεότροφος: Aesch. = νεοτρεφής.

Greek (Liddell-Scott)

νεότροφος: ον = νεοτρεφής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 724, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 158.

Greek Monolingual

νεότροφος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νεοτρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρότροφος].

Greek Monotonic

νεότροφος: -ον (τρέφω), = νεοτρεφής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νεό-τροφος, ον, τρέφω = νεοτρεφής, Aesch.]