νησίδα
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
η (ΑΜ νησίς)
μικρό νησί, νησάκι
νεοελλ.
1. υπερυψωμένη λωρίδα στη μέση και κατά μήκος δρόμων διπλής κατεύθυνσης, η οποία είναι συνήθως πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, χωρίς να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα
2. (γεωμορφ.) μεμονωμένος λόφος που υψώνεται πάνω από την επιφάνεια εκτεταμένης πεδιάδας σαν νησί που αναδύεται από την θάλασσα
3. φρ. «τεχνητή νησίδα»
τεχνολ. εξέδρα, ειδική πλωτή μεταλλική κατασκευή μεγάλων διαστάσεων που έχει τη δυνατότητα να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια θέση και χρησιμοποιείται κυρίως για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για άντληση πετρελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κρηνίς, σεληνίς)].