νύκτερος
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
νύκτερον, = νυκτερινός, nocturnal, μήνη A.Pr.797; ὀνείρατα Id.Pers.176; ἄστρων… νυκτέρων ὁμήγυριν Id.Ag.4; ναυκληρία S.Fr.143; δεῖμα Id.El.410; ν. ἀπελωβήθη by night, Id.Aj.217 (anap.); φύλακες E.Rh.87: also in late Prose, ν. κοίτη Luc.Am.39: neut. as adverb, νύκτερον = by night, νύκτερον ἀείδουσα Arat.1023.
German (Pape)
[Seite 267] nächtlich; μήνη, Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; νύκτερος Αἴας ἀπελωβήθη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου νύκτερος ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de nuit, nocturne.
Étymologie: νύξ.
Russian (Dvoretsky)
νύκτερος: ночной (ὀνείρατα Aesch.; δεῖμα Soph.; φύλακες Eur.): ν. Αἴας ἀπελωβήθη Soph. в эту ночь Эант опозорил себя (убийствами невинных).
Greek (Liddell-Scott)
νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, νύκτ. μήνη Αἰσχύλ. Πρ. 797· ὀνείρατα Πέρσ. 176· ἄστρων ... νυκτέρων ὁμήγυρις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 4· ναυκληρία Σοφ. Ἀποσπ. 151· δεῖμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 410· ν. ἀπελωβήθη, διὰ νυκτός, ἐν καιρῷ νυκτός, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 217.
Greek Monolingual
νύκτερος, -ον (Α)
1. ο νυχτερινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) νύκτερον
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός. Με επίθημα σε -ρ-, πρβλ. νύκτωρ (για το ζεύγος νύκτωρ νύκτερος, πρβλ. ὕδωρ —ὕδερος(βλ. και λ. νύχτα)].
Greek Monotonic
νύκτερος: -ον, = νυκτερινός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
νύκτερος, ον, = νυκτερινός, Aesch., Soph.]