ξέβγαλμα
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
και ξέβγαρμα και ξέβγασμα, το
1. το τελευταίο πλύσιμο τών ρούχων με νερό για την τέλεια απομάκρυνση του διαλυμένου σαπουνιού ή του απορρυπαντικού, ξέπλυμα
2. κατευόδωση, προπομπή
3. αποπλάνηση, διαφθορά
4. αφαίρεση της ζωής κάποιου με βίαιο και δόλιο τρόπο
5. η συνοδεία κάποιου προκειμένου να περάσει από τόπο ή χώρο όπου κατοικούν εχθροί του.