ξεμπλέκω

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάτι από μπλέξιμο ή μπέρδεμα, λύνω κάτι μπλεγμένο (α. «μού πήρε ώρα να ξεμπλέξω τα καλώδια» β. «έχει τόσο μακριά μαλλιά που δεν μπορεί να τά ξεμπλέξει»)
2. απαλλάσσομαι από μπλέξιμο ή από δυσάρεστη υπόθεση, ξεμπερδεύω
3. εξομαλύνω μια κατάστασηέτσι όπως έγιναν τα πράγματα, άντε να τά ξεμπλέξεις τώρα»)
4. αποσυμπλέκω, ξεπλέκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μπλέκω].