ξεσέρνω
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
Greek Monolingual
και ξεσούρνω
1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω
2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω
3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι»)
4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες
5. (για ποταμό) παρασύρω τα χώματα χωραφιού
6. βγάζω κάτι σιγά σιγά («ξεσέρνω το κεφάλι», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σέρνω / σούρνω].