ξεσέρνω

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

και ξεσούρνω
1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω
2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω
3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι»)
4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες
5. (για ποταμό) παρασύρω τα χώματα χωραφιού
6. βγάζω κάτι σιγά σιγάξεσέρνω το κεφάλι», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σέρνω / σούρνω].