ξεσέρνω

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

και ξεσούρνω
1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω
2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω
3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι»)
4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες
5. (για ποταμό) παρασύρω τα χώματα χωραφιού
6. βγάζω κάτι σιγά σιγάξεσέρνω το κεφάλι», Βαλαωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σέρνω / σούρνω].