ξιφοκτόνος
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ξιφοκτόνον, slaying with the sword, χέρες S.Aj.10; δίωγμα E.Hel.354 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 280] mit dem Schwerte tödtend; χέρες, Soph. Ai. 10; ξιφοκτόνον δίωγμα λαιμορύτου σφαγᾶς, Eur. Hel. 630; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue avec l'épée.
Étymologie: ξίφος, κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ξῐφοκτόνος: убивающий (разящий) мечом (χέρες Soph.; δίωγμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφοκτόνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ξίφους φονεύων, Σοφ. Αἴ. 10· πρβλ. δίωγμα.
Greek Monolingual
ξιφοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ.
β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητροκτόνος.
Greek Monotonic
ξῐφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει με σπαθί, ξίφος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ξῐφο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying with the sword, Soph.