Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
ξυλοσοφῶ, -έω (Μ)
προσποιούμαι τον σοφό, κάνω τον φιλόσοφο χωρίς να είμαι, είμαι ξυλόσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -σοφῶ μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. ξυλόσοφος].