ονειροπολώ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
(Α ὀνειροπολῶ, -έω) ονειροπόλος
1. απομακρύνομαι νοερά από την πραγματικότητα και περιπλανώμαι στους κόσμους του ονείρου και της φαντασίας, πλάθω όνειρα ενώ είμαι ξύπνιος, αναπολώ κάτι ευχάριστο που συνέβη στο παρελθόν ή πλέκω φανταστικές και ευχάριστες καταστάσεις για το μέλλον, φαντασιοκοπώ, ρεμβάζω
2. καταλαμβάνομαι από ψεύτικες ελπίδες, παρασύρομαι σε ανεκπλήρωτους πόθους
αρχ.
1. ονειρεύομαι, βλέπω όνειρα («οὐ μάλα σωφρονῶν ἐναργῶς, εἴτε ἐγρήγορεν εἴτε ὠνειροπόλει», Πλούτ.)
2. παραπλανώ, εξαπατώ κάποιον με όνειρα («ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ σεαυτοῦ», Αριστοφ.)
3. (μέσ. και παθ.) ὀνειροπολοῦμαι, -έομαι
καταδιώκομαι στα όνειρά μου
4. (κατά τον Ησύχ.) προβλέπω το μέλλον με την ερμηνεία τών ονείρων.