οργώνω

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monolingual

σκάβω τη γη με το αλέτρι, αροτριώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οργή + κατάλ. -ώνω. Το ρ. έχει τη σημ. τών αρχ. ὀργῶ «αρδεύομαι καλά για παραγωγή καρπού» και ὀργάς «γη που καλλιεργείται και ποτίζεται τακτικά, εύφορος αγρός». Κατ' άλλη άποψη, το ρ. οργώνω έχει προέλθει με αφομοιωτική τροπή του αρκτικού ε- σε ο- από αμάρτυρο αρχικό τ. εργ-ώνω < ἔργον. Η τελευταία άποψη οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεση του ρήματος με την οικογένεια του έργο (βλ. και λ. οργάς, οργή)].