ουρώ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
(I)
(Α οὐρῶ, οὐρέω)
1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ
2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα»)
αρχ.
1. παθ. οὐροῦμαι, -έομαι
προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός
2. (η μτχ. του ουδ. του μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον
το ούρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θαμιστικό-επιτακτικό ρ. οὐρῶ (< Fορσέω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα uer-s «βροχή, δρόσος» (πρβλ. ἔρση, οὐρανός) και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. varsati «βρέχει» (πρβλ. αρχ. ινδ. varsa- «βροχή» και vār(i) «νερό»). Το ρ. οὐρῶ με τη σημ. «κατουρώ» χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως ευφημιστικό του ρήματος ὀμείχω «ουρώ». Το ρ. οὐρῶ, τέλος, συνδέεται, αν και όχι άμεσα, με το λατ. urina «ούρο»].
(II)
οὐρῶ, -έω (Α) [[[ούρος]] (Ι)]
είμαι άγρυπνος φύλακας.