Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
ὀχλίζω (Α) όχλος
1. κινώ με μοχλό, ανυψώνω, μετακινώ κάτι με μοχλό
2. μέσ. ὀχλίζομαι
συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι
3. φρ. «ὀχλίζω τὸ στόμα» — ανοίγω βίαια το στόμα, δηλ. αρχίζω να μιλώ με σφοδρότητα.