πάμμαχος

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμᾰχος Medium diacritics: πάμμαχος Low diacritics: πάμμαχος Capitals: ΠΑΜΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pámmachos Transliteration B: pammachos Transliteration C: pammachos Beta Code: pa/mmaxos

English (LSJ)

πάμμαχον, ready or sufficient for every battle, θράσος A.Ag.169 (lyr.); epithet of Athena, Ar.Lys.1321; esp. = παγκρατιαστής, fighting by all means, with all one's resources, Pl.Euthd.271c, Theoc. 24.114, APl.4.52 (Phil.), D.Chr.8.19; τοὺς πέντε προεκαλεσάμην πάμμαχα Sammelb.6222.22 (iii A. D.); so εἰς τὸ πάμμαχον ib.26; ὁ παμμάχων κεραυνός AP7.692 (Antip. or Phil.): metaph., οὐ φαῦλος ἀλλὰ π. ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας calling for all resources, Plu.2.804b; also π: ἀτυχίη incompetence ready for anything, Hp.Praec.13.

Greek Monolingual

πάμμαχος ή παμμάχος, -ον (Α)
1. έτοιμος ή ικανός για κάθε είδους μάχη, αυτός που μπορεί να αντεπεξέλθει σε κάθε μάχη
2. παγκρατιαστής που αγωνίζεται σε κάθε είδους αγώνα
3. αυτός που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να νικήσει («οὐ φαῡλος ἀλλὰ παμμάχος ἀγὼν ὁ τῆς πολιτείας», Πλούτ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμμαχα
με όλα τα μέσα
5. φρ. «εἰς τὸ πάμμαχον» — στον αγώνα με όλα τα μέσα
β) «πάμμαχος ἀτυχίη» — ατυχία που καταβάλλει εντελώς ή η πανίσχυρη ατυχία (Ιπποκρ.).
επίρρ...
παμμάχως (Α)
με όλη τη μαχητική δύναμη κάποιου, με όλα τα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μαχος (< μάχομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμμαχος -ον [πᾶς, μάχη] tot elke strijd bereid, vechtlustig; overdr. tot alles bereid, brutaal. op alle manieren vechtend. subst. ὁ πάμμαχος pankratiast.

German (Pape)

mit Allen kämpfend, θράσος, Aesch. Ag. 163, von Pankratiasten, Plat. Euthyd. 271c, Theocr. 24.112, Antip.Thess. 68 (VII.692).