πέλειος

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλειος Medium diacritics: πέλειος Low diacritics: πέλειος Capitals: ΠΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: péleios Transliteration B: peleios Transliteration C: peleios Beta Code: pe/leios

English (LSJ)

v. lividus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 550] schwarz, schwärzlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πέλειος: «πελείους: Κῶοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας»
2. πελιδνός, μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείους
Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» οφείλεται στο γκριζωπό χρώμα τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (βλ. και λ. πέλεια). Η γραφή, τέλος, πελίους, πελίας οφείλεται στη σύνδεση της λ. με το επίθ. πελιός «ωχρομέλας, πελιδνός» (βλ. λ. πελιδνός)].