παιδουργός
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
παιδουργόν, = παιδοποιός 2, μόρια Ascl. in Metaph.411.3, Olymp. in Grg.p.262 J.
German (Pape)
[Seite 442] Kinder zeugend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιδουργός: -όν, (*ἔργω) = παιδοποιός, Βυζαντ.
Greek Monolingual
παιδουργός, -όν (ΑΜ)
αυτός που γεννά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ουργός (< έργο)].
Greek Monotonic
παιδουργός: -όν (*ἔργω), = παιδοποιός.
Middle Liddell
παιδουργός, όν [*ἔργω = παιδοποιός.]