παλαίωση

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ παλαίωσις παλαιώ
νεοελλ.
1. (τροφ.-τεχνολ.) σύνολο μεταβολών που υφίστανται ορισμένα ποτά, όταν διατηρούνται υπό καθορισμένες συνθήκες, και οι οποίες τους προσδίδουν νέα γευστικά και αρωματικά χαρακτηριστικά
2. φρ. α) «παλαίωση σπόρου»
(γεωπ.) μέθοδος φυσικής απολύμανσης του σπόρου, ο οποίος δεν σπέρνεται αμέσως αλλά φυλλάσεται επί ορισμένα έτη, με αποτέλεσμα ο εμπεριεχόμενος σ' αυτόν παθογόνος παράγοντας να νεκρώνεται ή να αδρανοποιείται, ενώ διατηρείται η βλαστητική ικανότητα του σπόρου
β) «παλαίωση κεφαλαίου»
(οικον.) μείωση της αξίας τών πάγιων περιουσιακών στοιχείων, που οφείλεται στη μακροχρόνια χρήση τους
νεοελλ.-μσν.
η απώλεια της ιδιότητας του νέου με το πέρασμα του χρόνου, φθορά, πάλιωμα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το κρασί) η διατήρηση για πολύ χρόνο
αρχ.
1. (για φαρμακευτικά βότανα) ωρίμαση
2. (για κατοικία) ερήμωση.