παντώνυμος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντώνῠμος Medium diacritics: παντώνυμος Low diacritics: παντώνυμος Capitals: ΠΑΝΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pantṓnymos Transliteration B: pantōnymos Transliteration C: pantonymos Beta Code: pantw/numos

English (LSJ)

παντώνυμον, all-celebrated, Epigr. Gr.415 (Egypt).

Greek (Liddell-Scott)

παντώνῠμος: -ον, παρὰ πᾶσιν ὀνομαστός, ἔνδοξος, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].