παππίας

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παππίας Medium diacritics: παππίας Low diacritics: παππίας Capitals: ΠΑΠΠΙΑΣ
Transliteration A: pappías Transliteration B: pappias Transliteration C: pappias Beta Code: pappi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ, Dim. of πάππας, dear little papa, a term of endearment, Ar.V.297, Pax128, Ephipp.21.

German (Pape)

[Seite 466] ὁ, eine Art schmeichelndes Diminutiv von πάππος, Väterchen, E. M. 651, 16; ὦ παππία, Ar. Vesp. 297, cod. Rav. παπία; Pax 128; Ephipp. com. bei Ath. VIII, 358 b, öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) ; voc. παππία;
cher petit papa, papounet.
Étymologie: dim. de tendresse de πάππας.

Russian (Dvoretsky)

παππίας: ου ὁ [demin. к πάππας (voc. παππία) папочка, батюшка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

παππίας: -ου, ὁ, ὑποκορ. τοῦ πάππα, μικρὸς πατήρ, «παππάκης», λέξις κολακευτικῆς στοργῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 297, Εἰρ. 128· παππία, βούλει δραμὼν εἰς τὴν ἀγορὰν καταγοράσαι μοι; Ἔφιππος ἐν «Φιλύρᾳ» 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(υποκορ. του πάππας) (με θωπευτική σημ.) πατερούλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + επίθημα -ίας (πρβλ. μεσίας)].

Greek Monotonic

παππίας: -ου, ὁ, υποκορ. του πάππας, αγαπημένε μου πατερούλη, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παππίᾱς -ου, ὁ [πάππας] pappie.