παρένθεση

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

η / παρένθεσις, -εως, ή, ΝΜΑ παρεντίθημι
1. πλάγια ένθεση, παρεμβολή, αυτό που μπαίνει ανάμεσα σε κάτι άλλο διακόπτοντας την συνέχεια ή την ενότητά του
2. (σε γραπτό ή προφορικό λόγο) επεξηγηματική λέξη ή φράση που παρεμβάλλεται στο κυρίως θέμα χωρίς να έχει συντακτικώς σχέση με αυτό και η οποία θα μπορούσε να παραλειφθεί
νεοελλ.
1. μτφ. απομάκρυνση από το θέμα, παρέκβαση
2. γραμμ. σημεία στίξης σε σχήμα τόξου με αντίστροφη φορά, μέσα στα οποία κλείνεται η φράση που παρεμβάλλεται
αρχ.
1. κακή ή λανθασμένη ένθεση («φυλάσεσθαι χρὴ τὰς τῆς τροφῆς παρενθέσεις», Γαλ.)
2. ιατρ. α) έγχυση, ένεση
β) εισαγωγή απορροφητικού επιπώματος σε πληγή
3. στρ. παρεισαγωγή ανδρών στις τάξεις του στρατεύματος
4. εφαρμογή, επικόλλησηπαρένθεσις τών χειλέων», Γαλ.).