παρακλείω

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλείω Medium diacritics: παρακλείω Low diacritics: παρακλείω Capitals: ΠΑΡΑΚΛΕΙΩ
Transliteration A: parakleíō Transliteration B: parakleiō Transliteration C: parakleio Beta Code: paraklei/w

English (LSJ)

Ion. παρακληΐω,
A shut out, exclude, τινας Hdt.6.60.
II shut up in prison, Plb.5.39.3 (dub. l.), LXX 2 Ma.4.34.

German (Pape)

[Seite 483] ion. -κληΐω (s. κλείω), ausschließen, aussperren, Her. 6, 60; bei Pol. 5, 39, 3 l. d., wo es einsperren heißen müßte.

French (Bailly abrégé)

exclure.
Étymologie: παρά, κλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-κλείω, Ion. παρακληΐω, buitensluiten.

Russian (Dvoretsky)

παρακλείω: ион. παρακληΐω
1 исключать, устранять (τινά Her.);
2 подвергать аресту, заключать в тюрьму (τινά Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακλείω: Ἰωνικ. -κληΐω, ἀποκλείω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 60. ΙΙ. κλείω ἐν φυλακῇ, κατακλείω, Πολύβ. 5. 39, 3, εἰ ἡ γραφὴ ἀληθής· πρβλ. Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 34).

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρακληΐω Α
1. κλείνω έξω, αποκλείω
2. κλείνω κάποιον στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κλείω «κλείνω»].

Greek Monotonic

παρακλείω: Ιων. -κληΐω, αποκλείω, παραλείπω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -κληΐω
to shut out, exclude, Hdt.