παρανέμω

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανέμω Medium diacritics: παρανέμω Low diacritics: παρανέμω Capitals: ΠΑΡΑΝΕΜΩ
Transliteration A: paranémō Transliteration B: paranemō Transliteration C: paranemo Beta Code: parane/mw

English (LSJ)

pasture beside or near, Ael.NA1.20:—Med., dwell by or near, Lyd.Mag.1.50.

German (Pape)

[Seite 491] (s. νέμω), daneben weiden, Ael. H. A. 1, 20.

French (Bailly abrégé)

paître auprès.
Étymologie: παρά, νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

παρανέμω: βόσκομαι πλησίον, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 20. -Μέσ., κατοικῶ πλησίον, παραπλεύρως, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 1. 50.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
διανέμω, μοιράζω
αρχ.
1. νέμω, βόσκω κοντά σε κάποιον άλλο
2. μέσ. παρανέμομαι
κατοικώ δίπλα σε κάποιον, γειτονεύω με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νέμω «βόσκω», αλλά και «διαμοιράζω»].