παραναλίσκω
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
or παραναλόω, fut. -ανᾱλώσω, spend amiss, waste, squander, throw away, παραναλώσετε πάνθ' ὅσ' ἂν δαπανήσητε D. Prooem. 21; ἐκ τῶν ἰδίων π. εἰς οὐδὲν δέον Id.13.4, cf. J.BJ 3.7.13; ruin, τὴν πόλιν ib.2.21.7:—Pass., of persons, to be sacrificed incidentally, παραναλώθησαν Plu.Lys.28, cf. D.S.14.5; ἀπολώλαμεν, παρανηλώμεθα LXX Nu. 17.12(27): in Com., to be spent incidentally, pres. part. Pass. παραναλούμενος Antiph.164.5: pf. παραναλωμένος Arched.2.11.
German (Pape)
[Seite 490] (s. ἀναλίσκω), dabei verwenden, verbrauchen, auch schlecht, auf verkehrte Weise, wider die wahre Absicht verwenden, παραναλίσκετε εἰς οὐδὲν δέον, Dem. 13, 4, vgl. prooem. 21, Luc. Gymnas. 38: Plut. oft u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. παραναλώσω, ao. Pass. παραναλώθην;
dépenser mal à propos ou en pure perte ; Pass. en parl. de pers. être sacrifié en pure perte.
Étymologie: παρά, ἀναλίσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αναλίσκω, ook παραναλόω verkwisten; opofferen:. παραναλώθησαν zij werden opgeofferd Plut. Lys. 28.12.
Russian (Dvoretsky)
παρανᾱλίσκω: (fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)
1 расходовать зря, расточать (ἐκ τῶν ἰδίων εἰς οὐδὲν δέον Dem.);
2 приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα ἄριστον Plut.).
Greek Monolingual
ή παραναλόω Α
1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. παθ. παραναλίσκομαι
(για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα
4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος
δαπανώμαι τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀναλίσκω / ἀναλόω «ξοδεύω»].
Greek Monotonic
παρᾰναλίσκω: μέλ. -ανᾱλώσω, ξοδεύω αλόγιστα, σπαταλώ, καταβροχθίζω, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, ξοδεύω ανώφελα, γʹ πληθ. αορ. αʹ παραναλώθησαν, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰναλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, κακῶς δαπανῶ, ἀσωτεύω, σπαταλῶ, παραναλώσετε πάντα ὅσ’ ἂν δαπανήσητε Δημ. 1432. 16· π. εἰς οὐδὲν δέον ὁ αὐτ. 167. 14· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ματαίως, ἀνωφελῶς θυσιάζομαι, παραναλώθησαν Πλουτ. Λύσανδρ. 28, κτλ.· - μετοχ. παθ. ἐνεστ. παρανᾱλούμενος (ἐκ τοῦ παραναλόω) ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφάνει ἐν «Μύστιδι» 2. 5: πρκμ. παραναλωμένος, παρ’ Ἀρχεδίκῳ ἐν «Θησαυρῷ» 1. 11.
Middle Liddell
fut. -ανᾱλώσω
to spend amiss, to waste, squander, Dem.:—Pass., of persons, to be sacrificed uselessly, 3rd pl. aor1 παραναλώθησαν Plut.