παραχωρώ
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Greek Monolingual
παραχωρῶ, -έω, ΝΜΑ
εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα
μσν.-αρχ.
αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό
μσν.
1. παραλείπω
2. είμαι κατώτερος
αρχ.
1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. παρέχω, δίνω, χορηγώ
3. εγχειρίζω, παραδίδω
4. επιτρέπω
5. αναθέτω
6. (για το σάλιο) ρέω, τρέχω
7. φρ. «ἐνταῡθα παραχωρεῖ» — καταλήγει σ' αυτό.