Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρωνυχία

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠχία Medium diacritics: παρωνυχία Low diacritics: παρωνυχία Capitals: ΠΑΡΩΝΥΧΙΑ
Transliteration A: parōnychía Transliteration B: parōnychia Transliteration C: paronychia Beta Code: parwnuxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A whitlow, Hp.Epid.2.6.27, Plu.2.43b, al., Jul.Gal. 245d.
II plant reputed to be a cure for whitlow, Dsc.4.54, Gal.12.96, Paul.Aeg.7.3.
III trifle, Plb.12.4a.1.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, = Folgdm; Hippocr.; Plut. vrbdt οὐκ ἔστι σοι περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος, de audit. 7, vgl. de adul. et amic. discr. 49.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
panaris, abcès à la racine de l'ongle.
Étymologie: παρά, ὄνυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρωνυχία -ας, ἡ, Ion. παρωνυχίη [παρά, ὄνυξ] ontsteking bij de nagel.

Russian (Dvoretsky)

παρωνῠχία:заусеница Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠχία: ἡ, κοινῶς «παρανυχίδα», καὶ Λατ. reduvia, ἀπόστημα παρὰ τὴν ῥίζαν τοῦ ὄνυχος, Ἱππ. 1056D, Πλούτ. 2. 43Α· 73Β, 440Α, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 81, Θεοφ. Νονν. τ. 2. σ. 212, κτλ.· ― ὡσαύτως παρωνῠχίς, -ίδος, ἡ, Ἱεροκλ. σ. 308 Boiss., Σουΐδ ΙΙ. φυτόν τι φημιζόμενον ὡς θεραπεῦον παρωνυχίας, Διοσκ. 4. 54, Γαλην., κλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. οξεία ή χρόνια φλεγμονή της πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες, το αφέψημα του οποίου χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική ως στομαχικό και αντιασθματικό, κν. καλαγκάθι
αρχ.
το παρωνύχιο, η πτυχή γύρω από το νύχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].