πενθητήριος
φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts
English (LSJ)
α, ον, mourning, of mourning or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7; πενθητήριοι βόθροι = trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.
German (Pape)
[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθητήριος -α -ον [πενθητήρ] rouw-, ten teken van rouw.
Russian (Dvoretsky)
πενθητήριος: скорбный (πλόκαμος Aesch.).
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πενθητήριος: -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.
Middle Liddell
πενθητήριος, η, ον πενθέω
of or in sign of mourning, Aesch.