περιδιαβάζω

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
1. περπατώ ήρεμα και χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, περιπλανιέμαι για να ψυχαγωγηθώ, περιδιαβαίνω, σεργιανίζω, σουλατσάρω
2. περιφέρομαι άσκοπα, χασομερώ
3. οδηγώ κάποιον σε έναν τόπο για να τον ψυχαγωγήσω
4. ειρωνεύομαι, εμπαίζω κάποιον, τον περιγράφω και τον χαρακτηρίζω χλευαστικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραδιαβάζω με αλλαγή του α' συνθετικού. Το ρ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης του Γρ. Ζαλίκογλου].